αδιαπόρθμευτος

αδιαπόρθμευτος
-η, -ο [διαπορθμεύω]
αυτός που δεν διαβιβάστηκε, δεν πέρασε από τη μία όχθη στην άλλη ή δεν μπορεί να περάσει, αδιαβίβαστος, απέραστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδιαπόρθμευτος — η, ο αυτός που δεν περάστηκε από τη μια όχθη στην άλλη: Εκείνο το βράδυ πολλά αυτοκίνητα έμειναν αδιαπόρθμευτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”